πεισμονή

πεισμονή
η, ΝΜΑ
νεοελλ.
πείσμα, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη
μσν.
πιθανότητα («Ζηνόδοτος πειρᾱται μεταγράφειν τὸν στίχον ἵνα φυλάξῃ τὴν οἰκείαν πεισμονήν», Ευστ.)
αρχ.
1. η ικανότητα να πείθει κανείς, η πειστικότητα («ἡ πεισμονή οὐκ ἐκ τοῡ καλοῡύντος ὑμᾱς», ΚΔ)
2. εμπιστοσύνη, πεποίθηση («ἡ ἐξ ἀλλήλων πρὸς ἀλλήλους γινομένη πεισμονή», Απολλ. Δύσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖσμα (Ι) + κατάλ. -μονή (πρβλ. πλῆσμα: πλησμονή, φλέγμα: φλεγμονή)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεισμονῇ — πεισμονή persuasion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισμονή — persuasion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισμονῆς — πεισμονή persuasion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεισμονήν — πεισμονή persuasion fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πειθή — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «πεισμονή, πίστις» …   Dictionary of Greek

  • πεισμονικός — ή, όν, Μ [πεισμονή] πεισματικός …   Dictionary of Greek

  • ՀՐԱՊՈՅՐՔ — ( ) NBH 2 0138 Chronological Sequence: Early classical, 7c, 10c, 12c գ. πεισμονή persuasio ἁνατροπή eversio. որ եւ ՀՐԱՊՈՒՐԱՆՔ, նաց, նօք. Պատիր հրաւէր կամ հրաւիրումն. չար խրատ. յորդոր. համոզակերութիւն. թելադրութիւն, շողոքորթութիւն. եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”